διμηνίτης

διμηνίτης
ο
το διμήνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διμηνίτης — ο θηλ. διμηνίτισσα ο διμηνίτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίμηνος — η, ο (AM δίμηνος, ον) ο ηλικίας ή διάρκειας δύο μηνών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίμηνο χρονικό διάστημα δύο μηνών αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ δίμηνος 2. φρ. «δίμηνος πυρός» στάρι που θερίζεται δυό μήνες μετά τη σπορά του, διμηνίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”